- σίγραι
- οἱ, Α(κατά τον Ησύχ.) «τῶν ἀγρίων συῶν οἱ βραχεῑς καὶ σιμοί».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεχαι πιθ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. «σίκα- ὗς» (βλ. και λ. σῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίγραι — wild swine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγγρίασις — και σιγρίασις, άσεως, ἡ, Μ αβαθής και επώδυνη εξέλκωση τού βλεννογόνου τής στοματικής κοιλότητας τών ιπποειδών, η άφτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίγραι] … Dictionary of Greek